-
1 αγώνας
[-ών (-ώνος)] ο1) спорт, состязание, соревнование, игра;αγώνας δρόμου — бег;
οι ολυμπιακοί αγώνες олимпийские игры;ποδοσφαιρικός αγώνας — футбольный матч;
αγώνας σκακιού — шахматные соревнования;
ημιτελικός αγώνας — полуфинальный матч;
φιλικός αγώνας — товарищеская встреча;
αγώνας του κυπέλλου — соревнование на кубок;
2) борьба;προεκλογικός αγώνας — предвыборная борьба;
απελευθερωτικός αγώνας — освободительная борьба;
3) усилие, напряжённый труд;θα χρειαστεί μεγάλος αγώνας — понадобятся большие усилия;
με πολύν αγώνα — с большим трудом;
§ δικαστικός αγώνας — тяжба; — судебный процесс
-
2 футбольный
футбольный ποδοσφαιρικός; \футбольныйая команда η ποδοσφαιρική ομάδα; \футбольный матч о ποδοσφαιρικός αγώνας* \футбольныйое поле το γήπεδο ποδοσφαίρου* * *футбо́льная кома́нда — η ποδοσφαιρική ομάδα
футбо́льный матч — ο ποδοσφαιρικός αγώνας
футбо́льное по́ле — το γήπεδο ποδοσφαίρου
-
3 матч
-
4 футбольный
футбол||ьныйприл ποδοσφαιρικός:\футбольныйьный мяч ἡ μπάλλα τοῦ ποδοσοαίρου· \футбольныйьная команда ἡ ποδοσφαιρική ὁμάδα· \футбольный ьный матч ὁ ποδοσφαιρικός ἀγώνας, τό ποδοσφαιρικό ματς. -
5 матч
матчм ὁ ἀγώνας, τό ματς:футбольный \матч ὁ ποδοσφαιρικός ἀγώνας, τό ποδοσφαιρικό ματς.
См. также в других словарях:
ποδοσφαιρικός — ή, ό [ποδόσφαιρο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ποδόσφαιρο (α. «ποδοσφαιρική ομάδα» β. «ποδοσφαιρικός αγώνας»] … Dictionary of Greek
ομαλός — I Οροπέδιο της Κρήτης (1.050 μ.) στην περιοχή των Λευκών Ορέων. Στενά και δυσκολοδιάβατα μονοπάτια το φέρνουν σε επικοινωνία με τις πρώην επαρχίες Κυδωνία, Σέλινο και Σφακιά. Πρόκειται για ευφορότατη περιοχή, όπου καλλιεργούνται πολλά δέντρα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… … Dictionary of Greek
Μάθιους, Στάνλεϊ — (Sir Stanley Matthews, Στόουκ 1915 – Νιουκάστλ 2000). Άγγλος ποδοσφαιριστής. Συνέδεσε το όνομά του με τα πρώτα ρομαντικά χρόνια του διεθνούς ποδοσφαίρου καθώς έπαιζε στην Εθνική Αγγλίας –με την οποία είχε 54 διεθνείς συμμετοχές– από το 1938. Με… … Dictionary of Greek